Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρεπτικός
1 εγγραφή
αποτρεπτικός -ή -ό [apotreptikós] Ε1 : που μπορεί να αποτρέψει ή που έχει ως σκοπό να αποτρέψει κάποιο κακό: Ο λαός χρησιμοποιεί διάφορα αποτρεπτικά μέσα εναντίον των κακοποιών δαιμόνων. “Εξαποδώ” είναι αποτρεπτική ονομασία του σατανά. || ANT προτρεπτικός: Aποτρεπτικά λόγια. Tο “μη” χρησιμοποιείται ως αποτρεπτικό μόριο. αποτρεπτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτρεπτικός, αρχ. σημ.: `ικανός να μεταπείσει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες