Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτεφρώνω [apotefróno] -ομαι Ρ1 : καίω κτ. ώσπου να γίνει στάχτη ή να καταστραφεί εντελώς: H πυρκαγιά αποτέφρωσε το δάσος / το σπίτι / την πόλη. Kάθε χρόνο αποτεφρώνονται μεγάλες δασικές εκτάσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτεφρ(ῶ) -ώνω]