Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσόβηση
1 εγγραφή
αποσόβηση η [aposóvisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσοβώ, αποτροπή κακού: Mέτρα για την ~ του κινδύνου να επεκταθεί ο πόλεμος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσόβη(σις) `κράτημα μακριά΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες