Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστερώ
1 εγγραφή
αποστερώ [aposteró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) στερώ από κπ. κτ. που του ανήκει ή που το δικαιούται: Aποστέρησε τους αντιπάλους του από κάθε εξουσία. Aποστερήθηκε το δικαίωμα ψήφου / την ελευθερία του. (λόγ., με γεν.): Παιδιά αποστερημένα της μητρικής στοργής.

[λόγ. < αρχ. ἀποστερῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες