Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσταθεροποίηση
1 εγγραφή
αποσταθεροποίηση η [apostaθeropíisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσταθεροποιώ και η κατάσταση που προκύπτει από την ενέργεια αυτή. ANT σταθεροποίηση: Aνατρεπτικά στοιχεία επιδιώκουν την ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος.

[λόγ. αποσταθεροποιη- (αποσταθεροποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες