Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απορροφητήρας ο [aporofitíras] Ο2 : γενική ονομασία συσκευών που χρησιμοποιούνται για απορρόφηση. || (ειδικότ.) είδος εξαεριστήρα που τοποθετείται επάνω από την ηλεκτρική κουζίνα, για να απομακρύνει τον καπνό και τις μυρωδιές.
[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. absorber & γαλλ. aspirateur]