Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπροσανατολισμός ο [apoprosanatolizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπροσανατολίζω: H τηλεόραση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατηγορούνται συχνά ότι συμβάλλουν στο γενικό αποπροσανατολισμό του κοινού. Aυτού του είδους η συζήτηση οδηγεί σε πλήρη αποπροσανατολισμό.
[λόγ. αποπροσανατολισ- (αποπροσανατολίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. désorientation]