Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποξέω [apokséo] Ρ αόρ. απέξεσα, απαρέμφ. αποξέσει : (λόγ.) 1. αφαιρώ κτ. από μια επιφάνεια με ξύσιμο. 2. (ιατρ.) κάνω απόξεση2.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποξέω `αφαιρώ με ξύσιμο΄ 2: κατά τη σημ. της λ. απόξεση2]