Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απονεύρωση η [apοnévrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απονευρώνω. 1. (ιατρ.) το κόψιμο, η αφαίρεση των νεύρων: Tο χαλασμένο δόντι χρειάζεται ~. 2. (μτφ.) η αποδυνάμωση: H επενδυτική αποχή των βιομηχάνων οδηγεί στην ~ της οικονομίας.
[λόγ. απονευρω- (δες απονευρώνω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀπονεύρωσις `απόληξη τένοντα΄)]