Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόνερα τα [apónera] Ο41 & απονέρια τα [aponérja] Ο44α : 1α.τα ακάθαρτα νερά που μένουν κυρίως μετά το πλύσιμο. β. τα υγρά απόβλητα. 2. ο κυματισμός που δημιουργείται από την αύλακα που σχηματίζει ένα πλοίο, καθώς διασχίζει τη θάλασσα.
[πληθ. του απόνερο < απο- νερ(ό) -ο· πληθ. του απονέρι < απο- νερ(ό) -ι]