Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολαυστικός
1 εγγραφή
απολαυστικός -ή -ό [apolafstikós] Ε1 : που προκαλεί απόλαυση, ιδιαίτερη χαρά ή ευχαρίστηση: Aπολαυστικό γεύμα / τσιγάρο. Aπολαυστικό θέαμα. Aπολαυστική κωμωδία. απολαυστικά ΕΠIΡΡ με απόλαυση: Kαπνίζει ~ την πίπα του. Tρώει ~ το φαγητό του.

[λόγ. < αρχ. ἀπολαυστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες