Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απλογραφία η [aploγrafía] Ο25 : 1.(λογιστ.) μέθοδος για την τήρηση λογιστικών βιβλίων. 2. (φιλολ.) το να γράφει ο αντιγραφέας ενός χειρογράφου κτ. μία φορά, ενώ θα έπρεπε να το γράψει δύο.
[λόγ.: 2: αγγλ. haplo graphy < haplo- = απλο- 2 + -graphy = -γραφία· 1: σημδ. γαλλ. comptabilité à partie simple ή αγγλ. single entry]