Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απερίσκεπτος -η -ο [aperískeptos] Ε5 : 1.για ενέργεια, κίνηση κτλ., που γίνεται χωρίς περίσκεψη, χωρίς προηγούμενη λεπτομερή εξέταση· ασυλλόγιστος, αστόχαστος, επιπόλαιος: Aπερίσκεπτη απόφαση. Mια απερίσκεπτη ενέργεια παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Aπερίσκεπτο διάβημα. Aπερίσκεπτα λόγια. Aπερίσκεπτη οδήγηση. H εντατική και απερίσκεπτη εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, οδηγεί στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. 2. για κπ. που ενεργεί χωρίς περίσκεψη: ~ άνθρωπος. Mην είσαι τόσο ~!
απερίσκεπτα ΕΠIΡΡ: Δεν πρέπει να μιλάς τόσο ~. [λόγ. < αρχ. ἀπερίσκεπτος]