Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαριθμώ [apariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : καταμετρώ τα μέρη ενός συνόλου ένα προς ένα. || (επέκτ.) εκθέτω αναλυτικά και κατά σειρά πράγματα ή γεγονότα: ~ τους κινδύνους / τα προσόντα του.
[λόγ. < αρχ. ἀπαριθμῶ]