Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιοσημείωτος -η -ο [aksiosimíotos] Ε5 : που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γι΄ αυτό αξίζει την προσοχή μας: Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση. Είναι αξιοσημείωτη η μεγάλη συχνότητα του φαινομένου. || Είναι αξιοσημείωτο ότι
[λόγ. αξιο- + σημειω- (δες σημειώνω) -τος]