Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιο%
40 εγγραφές [31 - 40]
αξιοπρέπεια η [aksioprépia] Ο27 : η ιδιότητα του αξιοπρεπούς: Είναι άνθρωπος χωρίς ~. Δεν είχε πάνω του ίχνος αξιοπρέπειας.

[λόγ. < μσν. αξιοπρέπεια < αξιοπρεπ(ής) -εια]

αξιοπρεπής -ής -ές [aksioprepís] Ε10 : 1.ANT αναξιοπρεπής. α. που τον χαρακτηρίζει ο σεβασμός στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, τόσο στους τύπους όσο και στην ουσία: ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε αξιοπρεπή άνθρωπο: ~ συμπεριφορά / στάση. Aξιοπρεπές ύφος. 2. ~ αμοιβή, ικανοποιητική, που δεν είναι κατώτερη από την εργασία για την οποία δίνεται. αξιοπρεπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀξιοπρεπής, ελνστ. ἀξιοπρεπῶς]

αξιόπρεπος -η -ο [aksióprepos] Ε5 : που ταιριάζει σε άνθρωπο με αξιοπρέπεια· αξιοπρεπής: Kράτησε αξιόπρεπη στάση. αξιόπρεπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αξιοπρεπ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]

αξιοπρόσεκτος -η -ο [aksioprósektos] & αξιοπρόσεχτος -η -ο [aksiopró sextos] Ε5 : που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γι΄ αυτό του αξίζει η προσοχή μας· αξιοσημείωτος: Aξιοπρόσεκτο γεγονός. Έκανε μερικές αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις.

[λόγ. αξιο- + προσεκ- (προσέχω) -τος (σύγκρ. ευπρόσδεκτος)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

άξιος -α -ο [áksios] Ε6 : 1.που μπορεί να κάνει κτ. πολύ καλά επειδή έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες γι΄ αυτό, που είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος. ANT ανάξιος: ~ κυβερνήτης. Kαλή και άξια κοπέλα, προκομμένη. Δεν είναι ~ για τίποτα. || Είναι ~ να ζήσει και μόνος του. || Δεν είναι ~ να πει ψέματα, δεν μπορεί. (έκφρ.) πάντα ~!, ευχή σε κουμπάρο μετά το γάμο ή τη βάπτιση. ~ ο μισθός σου, σου αξίζει η ανταμοιβή για την υπηρεσία που πρόσφερες, και ειρωνικά για προσφορά κακών υπηρεσιών. ~ για όλα, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ενεργεί χωρίς δισταγμούς ή ηθικούς ενδοιασμούς· ΣYN έκφρ. ικανός για όλα. || ~!, ~!, επιφωνηματική έκφραση με την οποία δηλώνεται η επιδοκιμασία του εκκλησιάσματος σε χειροτονία κληρικού. ANT ανάξιος. 2. (λόγ., με γεν. ουσ.) που έχει αποδείξει ότι του ταιριάζει, του αρμόζει, του αξίζει αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό που ακολουθεί: ~ θαυμασμού / εμπιστοσύνης. Είναι ένας ηθοποιός ~ του ονόματός του, τιμά την ιδιότητα που δηλώνει η λέξη “ηθοποιός”. Δε φάνηκε ~ των προσδοκιών μας. ~ λόγου, σπουδαίος, αξιόλογος. (έκφρ.) είναι ~ της τύχης του, δίκαια δυστυχεί. άξια ΕΠIΡΡ.

[1: αρχ. ἄξιος· 2: λόγ. < αρχ. ἄξιος]

αξιοσέβαστος -η -ο [aksiosévastos] Ε5 : για άνθρωπο που, λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, εμπνέει το σεβασμό: Aξιοσέβαστη κυρία. αξιοσέβαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αξιοσέβαστος < αξιο- + σεβασ- (σέβομαι) -τος]

αξιοσημείωτος -η -ο [aksiosimíotos] Ε5 : που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γι΄ αυτό αξίζει την προσοχή μας: Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση. Είναι αξιοσημείωτη η μεγάλη συχνότητα του φαινομένου. || Είναι αξιοσημείωτο ότι…

[λόγ. αξιο- + σημειω- (δες σημειώνω) -τος]

αξιοσύνη η [aksiosíni] Ο30 : η έμφυτη συνήθ. ιδιότητα την οποία έχει κάποιος να εκτελεί πολύ καλά ό,τι κάνει, να πετυχαίνει τους στόχους του, να είναι αποτελεσματικός· ικανότητα, επιτηδειότητα, επιδεξιότητα: Είχε μεγάλη ~. Tον θαύμαζα για την ~ του.

[μσν. αξιοσύνη < άξι(ος) -οσύνη]

αξιότιμος -η -ο [aksiótimos] Ε5 : συνήθ. ως γραπτή ή προφορική προσφώνηση που απευθύνεται σε πρόσωπα σεβαστά, με τα οποία δεν έχουμε οικειότητα: Aξιότιμε κύριε. Aξιότιμη κυρία.

[λόγ. < αρχ. ἀξιότιμος `υψηλής αξίας΄ σημδ. γαλλ. honorable]

αξιόχρεος -η -ο [aksióxreos] Ε5 : (οικον.) που είναι συνεπής, που ανταποκρίνεται στις οικονομικές του υποχρεώσεις, άξιος εμπιστοσύνης, φερέγγυος: ~ οφειλέτης / εγγυητής.

[λόγ. < αρχ. ἀξιόχρε(ως) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ.]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες