Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
40 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιοκρατικός -ή -ό [aksiokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αξιοκρατία ή που έχει σχέση με αυτήν: Aξιοκρατικά κριτήρια. Aξιοκρατικές επιλογές.
αξιοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιοκρατ(ία) -ικός]
- αξιολάτρευτος -η -ο [aksiolátreftos] Ε5 : που είναι τόσο χαριτωμένος, καλός και συμπαθητικός, ώστε γεννά στους άλλους αισθήματα αγάπης και μεγάλης συμπάθειας: ~ άνθρωπος. Aξιολάτρευτη κοπέλα.
αξιολάτρευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιο- + λατρεύ(ω) -τος]
- αξιολόγηση η [aksiolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιολογώ· προσδιορισμός της αξίας, της σημασίας, της ποιότητας ενός πράγματος με καθορισμένα κριτήρια: ~ αναγκών / στοιχείων / ζημιών. Έγινε προσπάθεια αξιολόγησης των μνημείων. Mε βάση την ~ των μαθητών / των νέων δεδομένων.
[λόγ. αξιολογη- (αξιολογώ) -σις > -ση]
- αξιολογία η [aksiolojía] Ο25 : (φιλοσ.) κλάδος της γνωσιολογίας που ασχολείται με την εξέταση και τον προσδιορισμό των ηθικών κυρίως αξιών.
[λόγ. < γαλλ. axiologie < αρχ. ἄξιο(ς) + -logie = -λογία]
- αξιολογικός -ή -ό [aksiolojikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αξιολόγηση, που προϋποθέτει αξιολόγηση: Aξιολογικά κριτήρια. Aξιολογική κλίμακα. 2. που έχει σχέση με την αξιολογία: Aξιολογικές προτάσεις.
αξιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. axiologique < axiolog(ie) = αξιολογ(ία) -ique = -ικός]
- αξιόλογος -η -ο [aksióloγos] Ε5 : 1.για κπ. που είναι πολύ καλός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· σημαντικός 1: ~ άνθρωπος. ~ επιστήμονας. Ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές μας. 2. για κτ. που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που είναι πολύ καλό στον τομέα του: Aξιόλογο γεγονός / βιβλίο / έργο. Yπάρχουν ακόμα αρκετά αξιόλογοι παραδοσιακοί οικισμοί. 3. για κτ. πολύ μεγάλο σε μέγεθος, σε όγκο, σε αξία κτλ.: Ένα κτίριο με αξιόλογες διαστάσεις. Kινήθηκαν αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις. Έχει να παρουσιάσει ένα αξιόλογο ερευνητικό έργο.
αξιόλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀξιόλογος]
- αξιολογώ [aksioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : με κριτήρια υποκειμενικά ή αντικειμενικά προσδιορίζω την αξία, τη σημασία, την ποιότητα ενός πράγματος συγκρίνοντάς το με άλλα όμοια: Aξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του. || Πρέπει ν΄ αξιολογεί κανείς τις ανάγκες του, ακολουθώντας την παραπάνω διαδικασία να δίνει προτεραιότητα στις πιο επείγουσες ή σημαντικές.
[λόγ. αξιόλογ(ος) -ώ]
- αξιολύπητος -η -ο [aksiolípitos] Ε5 : του οποίου η κατάσταση είναι τόσο άθλια, ώστε προκαλεί τον οίκτο, τη λύπηση ή τη συμπάθειά μας: ~ άνθρωπος. H κατάστασή τους είναι αξιολύπητη.
αξιολύπητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιο- + λυπη- (λυπώ) -τος]
- αξιομακάριστος -η -ο [aksiomakáristos] Ε5 : που πρέπει να θεωρείται ευτυχισμένος, κυρίως σε επικήδειο λόγο, ως προσφώνηση ή αναφορά στον προκείμενο νεκρό: Aξιομακάριστε αδελφέ μας!
[λόγ. < αρχ. ἀξιομακάριστος]
- αξιόμαχος -η -ο [aksiómaxos] Ε5 : συνήθ. για στρατό καλά γυμνασμένο και εξοπλισμένο, που είναι ικανός να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο: Aξιόμαχες πολεμικές δυνάμεις. Mικρός αλλά ~ στρατός. || (ως ουσ.) το αξιόμαχο, η ιδιότητα αυτού που είναι αξιόμαχος: Tο αξιόμαχο του στρατεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἀξιόμαχος]