Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.096 εγγραφές [2041 - 2050] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυποθήκευτος -η -ο [anipoθíkeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν υποθηκεύσει.
[λόγ. αν- (δες α- 1) υποθηκεύ(ω) -τος]
- ανυπόκριτος -η -ο [anipókritos] Ε5 : για συναίσθημα που είναι ειλικρινές, που δεν είναι υποκριτικό: Έδειξε ανυπόκριτη χαρά / λύπη. Ο ενθουσιασμός του ήταν ~.
ανυπόκριτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνυπόκριτος]
- ανυπόληπτος -η -ο [anipóliptos] Ε5 : που δεν τον εκτιμούν, δεν τον υπολήπτονται, που δεν έχει υπόληψη. ANT ευυπόληπτος: Στην κοινωνία της πόλης του θεωρείται ανυπόληπτο πρόσωπο. || Οι πολίτες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ανυπόληπτο κράτος, αναξιόπιστο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυπόληπτος]
- ανυποληψία η [anipolipsía] Ο25 : έλλειψη εκτίμησης για το ήθος, για την εντιμότητα ή για τη συνέπεια κάποιου: H εμπιστοσύνη πρέπει να αντικαταστήσει την ~ και τη δυσπιστία που έχουν οι πολίτες για τους δημόσιους άνδρες. || αμφισβήτηση της αξίας και περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουμε κτ.: Ο λαϊκός πολιτισμός είχε πέσει σε μεγάλη ~.
[λόγ. < μσν. ανυποληψία < ανυπόληπ(τος) -σία]
- ανυπολόγιστος -η -ο [anipolójistos] Ε5 : για κτ. που είναι τόσο μεγάλο σε αξία, σε σημασία, σε σπουδαιότητα, ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να το υπολογίσει, να το εκτιμήσει κάποιος: Οι ζημιές που προκάλεσε ο πόλεμος / η κακοκαιρία είναι ανυπολόγιστες. Kλάπηκαν κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας. H προσφορά του / η αξία του είναι ανυπολόγιστη.
ανυπολόγιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) υπολογισ- (υπολογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. incalculable]
- ανυπομονησία η [anipomonisía] Ο25 : η έλλειψη υπομονής, η ανησυχία που αισθάνεται κανείς, όταν επιθυμεί να γίνει κτ. όσο το δυνατό γρηγορότερα: Έχω μεγάλη ~ να μάθω τα αποτελέσματα. Σε περιμένω να έρθεις με ~. Ήθελε να τα γευτεί όλα και αμέσως, με την ~ που χαρακτηρίζει τη νιότη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυπομονησία `έλλειψη αντίστασης΄ κατά τη σημ. της λ. ανυπόμονος]
- ανυπόμονος -η -ο [anipómonos] Ε5 : που δεν έχει υπομονή, που δεν μπορεί να περιμένει κπ. ή κτ. με ηρεμία και χωρίς βιασύνη: Mην είσαι ~, σε λίγο θα έρθει το τρένο και θα φύγεις. Είμαι ~ να μάθω τα νέα σου. Δεν είμαι ~, θέλω η κατάσταση να εξελιχθεί κανονικά, χωρίς να επισπεύσουμε τις διαδικασίες.
ανυπόμονα ΕΠIΡΡ: Σε περιμένω ~. [μσν. ανυπόμονος < αν- (δες α- 1) υπομον(ή) -ος]
- ανυπομονώ [anipomonó] Ρ10.9α : αισθάνομαι ανυπομονησία ή εκδηλώνω την ανυπομονησία μου: ~ να φτάσω στο τέρμα του ταξιδιού. Οι γονείς ανυπομονούν να δουν τα παιδιά τους μεγάλα. ~ πότε θα πάρω γράμμα του / θα μάθω νέα του. Σε βλέπω να ανυπομονείς
για ποιο λόγο;
[λόγ.(;) < μσν. ανυπομονώ < ανυπόμον(ος) -ώ]
- ανύποπτος -η -ο [anípoptos] Ε5 : που δεν του δημιουργείται η υπόνοια ότι είναι δυνατό να συμβεί κτ.· ανυποψίαστος1: H έκρηξη της βόμβας τραυμάτισε δύο ανύποπτους περαστικούς. Tου έδωσα τις πληροφορίες που ζήτησε, εντελώς ανύποπτη για τις πραγματικές προθέσεις του. Ο κόσμος είναι απληροφόρητος και γι΄ αυτό ~ για την πυρηνική απειλή. || (έκφρ.) σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δεν περιμένουμε ότι θα συμβεί κτ., που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε κτ., ώστε να συσχετίσουμε δύο γεγονότα: Οι δηλώσεις του έγιναν σε ανύποπτο χρόνο και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εξυπηρετούσαν κάποιες σημερινές σκοπιμότητες.
ανύποπτα ΕΠIΡΡ: Bάδιζε ~, όταν δέχτηκε την επίθεση. [λόγ. < ελνστ. ἀνύποπτος, αρχ. σημ.: `που δεν τον έχουν υποψιαστεί΄]
- ανυπόστατος -η -ο [anipóstatos] Ε5 : για κτ. που δεν έχει υπόσταση, που είναι αβάσιμο, αστήριχτο: Kυκλοφορούν ανυπόστατες φήμες. Οι κατηγορίες / οι αιτιάσεις αποδείχθηκαν ανυπόστατες.
ανυπόστατα ΕΠIΡΡ: Iσχυρίζεται εντελώς ~ ότι τον εξαπάτησα. [λόγ. < ελνστ. ἀνυπόστατος, αρχ. σημ.: `ακατάσχετος΄]