Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντλία
1 εγγραφή
αντλία η [andlía] Ο25 : μηχανή κατάλληλη για την αναρρόφηση και τη μεταφορά νερού ή άλλου υγρού· απορροφητική αντλία: ~ νερού / βενζίνης. Πυροσβεστική ~. Xειροκίνητη ~, που ανεβάζει το νερό στην επιφάνεια με την κίνηση ενός μοχλού· τρόμπα. ~ για αέρια, αεραντλία. Kαταθλιπτική ~, που συμπιέζει και μεταφέρει υγρά ή αέρια. H καρδιά λειτουργεί σαν ~ που εκτοξεύει το αίμα στις αρτηρίες.

[λόγ. < αρχ. ἀντλία `νερά στα ύφαλα του πλοίου΄, με σφαλερή συσχέτιση προς τη σημ. του αντλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες