Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιτορπιλικό
1 εγγραφή
αντιτορπιλικός -ή -ό [anditorpilikós] Ε1 : που προστατεύει από τις τορπίλες. || (ως ουσ.) το αντιτορπιλικό, πολεμικό πλοίο με ειδικό εξοπλισμό, κατάλληλο για την καταδίωξη τορπιλοβόλων ή για την απόκρουση τορπιλών.

[λόγ. αντι- + τορπίλ(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. contre-torpilleur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες