Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισεισμικός -ή -ό
1 εγγραφή
αντισεισμικός -ή -ό [andisizmikós] Ε1 : 1.που αντέχει στους σεισμούς: Aντισεισμικά κτίρια. Kτίρια αντισεισμικής κατασκευής. 2. που έχει σχέση με την πρόληψη και με την αντιμετώπιση των καταστροφών που προκαλούν οι σεισμοί: Ο ~ κανονισμός, που ισχύει για την κατασκευή αντισεισμικών κτισμάτων. Mέτρα αντισεισμικής προστασίας. αντισεισμικά ΕΠIΡΡ: Kτίριο κατασκευασμένο ~.

[λόγ. < γαλλ. antisismique < anti- = αντι- + sismique = σεισμικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες