Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμεσημβρινός ο [andimesimvrinós] Ο17 : (γεωγρ., αστρον.) ο μεσημβρινός που απέχει εκατόν ογδόντα μοίρες από έναν άλλο.
[λόγ. αντι- + μεσημβρινός (ουσ.) μτφρδ. γαλλ. antiméridien (anti- = αντι-)]