Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιδρώ [andiδró] Ρ10.4α αόρ. αντέδρασα, απαρέμφ. αντιδράσει : 1. ενερ γώ και η ενέργειά μου αυτή έχει ως αιτία μια άλλη ενέργεια ή κατάσταση. α. Tο κοινό αντέδρασε θετικά στην κυβερνητική έκκληση. || (ψυχ., φυσιολ.): Tο μωρό αντιδρά κλαίγοντας. Aντιδρά η συνείδηση / ο οργανισμός στα εξωτερικά ερεθίσματα. Ο άρρωστος αντέδρασε θετικά στο φάρμακο. β. εναντιώνομαι σε κτ. που θεωρώ εχθρικό, δυσάρεστο, ασύμφορο κτλ.: ~ ενεργητικά / παθητικά. Ο λαός αντέδρασε έντονα στη δικτατορία. ~ σ΄ ένα συνοικέσιο. 2. (για χημικό στοιχείο ή ένωση) συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να δημιουργηθεί χημική αντίδραση: Tο οξυγόνο αντιδρά με το υδρογόνο και έτσι παράγεται νερό.
[λόγ. < αρχ. ἀντιδρῶ `ενεργώ αντίθετα, ανταποδίδω΄ σημδ. γαλλ. réagir]