Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταμοιβή η [andamiví] Ο29 : ό,τι προσφέρεται ή γίνεται για να ανταμειφτεί κάποιος για τις πράξεις του· (πρβ. αμοιβή): Δίκαιη ~. Ποια θα είναι η ~ μου; H ~ των κόπων μου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνταμοιβή, αρχ. σημ.: `ανταλλαγή΄]