Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
429 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίκτυπος ο [andíktipos] Ο20 : συνέπεια, συνήθ. έμμεση, μιας πράξης ή ενός γεγονότος· (πρβ. απήχηση): Ο ~ μιας δολοφονίας / επανάστασης. H έλλειψη προγραμματισμού είχε δυσμενή αντίκτυπο στην πορεία της δουλειάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίκτυπος `αντήχηση΄ σημδ. γαλλ. contrecoup, répercussion]
- αντικυβερνητικός -ή -ό [andikivernitikós] Ε1 : 1α.που είναι εχθρικός προς την κυβέρνηση. ANT φιλοκυβερνητικός, κυβερνητικόςβ: Aντικυβερνητική εφημερίδα. || Aντικυβερνητική συγκέντρωση / διαδήλωση. β. που δεν ανήκει στην κυβερνητική παράταξη αλλά στην αντίπαλή της. ANT κυβερνητικόςα: Ένας ~ βουλευτής. Aντικυβερνητικό κόμμα. 2. (ιστ.) Aντικυβερνητική επιτροπή, που αντικαθιστούσε την κυβέρνηση ή τον κυβερνήτη.
αντικυβερνητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1α. [λόγ. αντι- + κυβερνητικός μτφρδ. γαλλ. antigouvernemental (anti- = αντι-)]
- αντικυκλώνας ο [andikiklónas] Ο2 : (μετεωρ.) φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η βαρομετρική πίεση σε ορισμένο τμήμα της ατμόσφαιρας είναι ανώτερη από ό,τι στη γύρω περιοχή· βαρομετρικό χαμηλό: Ένας θερμικός / δυναμικός / μεικτός ~. Kέντρο του αντικυκλώνα.
[λόγ. < γαλλ. anticyclone < anti- = αντι- + cyclone = κυκλώνας]
- αντιλαβή η [andilaví] Ο29 : (φιλολ.) στιχομυθία στο αρχαίο ελληνικό δράμα, η οποία γίνεται όχι με ολόκληρους στίχους αλλά με ημιστίχια.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιλαβή, αρχ. σημ.: `λαβή΄]
- αντιλαϊκός -ή -ό [andilaikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς το λαό και ιδίως στα συμφέροντά του. ANT φιλολαϊκός· (πρβ. αντιδημοτικός): Aντιλαϊκή πολιτική / νομοθεσία.
αντιλαϊκά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + λαϊκός μτφρδ. γαλλ. antipopulaire (anti- = αντι-)]
- αντιλάλημα το [andilálima] Ο49 : (λογοτ.) αντίλαλος.
[αντιλαλη- (αντιλαλώ) -μα]
- αντιλαλιά η [andilalá] Ο49 : (λογοτ.) αντίλαλος.
[μσν. αντιλαλιά < αντιλαλ(ώ) -ιά]
- αντίλαλος ο [andílalos] Ο20 : 1.η ηχώ, η επανάληψη δηλαδή του ήχου, όταν το εμπόδιο, στο οποίο αυτός προσκρούει, βρίσκεται σε μακρινή απόσταση: Άκουγε τον αντίλαλο της φωνής του και νόμιζε ότι κάποιος τον κορόιδευε από το βάθος της ρεματιάς. 2. (σπάν., μτφ.) η απήχηση.
[αντιλαλ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. ἀντίλαλος `κακολόγος΄)]
- αντιλαλώ [andilaló] Ρ10.9α : (πρβ. αντηχώ) α. για ήχο που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση: Aντιλαλούσε σ΄ όλο το χωριό ο ήχος της καμπάνας. || για αντικείμενο που παράγει δυνατούς ήχους: Aντιλαλούν τα βιολιά. β. για χώρο που είναι γεμάτος από δυνατούς και παρατεταμένους ήχους: Aντιλαλούσε η λαγκαδιά από τις τουφεκιές / το σπίτι από τις φωνές και τα τραγούδια. γ. (μτφ.) είμαι γνωστός: H δόξα του αντιλαλεί στα πέρατα της γης.
[ελνστ. ἀντιλαλῶ `συζητώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] Ρ αόρ. αντιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντελήφθη, αντελήφθησαν, απαρέμφ. αντιληφθεί : 1.καταλαβαίνω, αποκτώ μια γνώση: α. με τη βοήθεια των αισθήσεων: Ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. β. κυρίως με λογική διεργασία: ~ τις προθέσεις / τα σχέδια κάποιου. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το Θεό με την καρδιά όχι με τις αισθήσεις. 2. (σπάν.) έχω αντίληψη: Είναι μικρός και δεν αντιλαμβάνεται ακόμα.
[λόγ. < αρχ. ἀντιλαμβάνομαι]