Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
429 εγγραφές [331 - 340]
αντισημίτης ο [andisimítis] Ο10 θηλ. αντισημίτισσα [andisimítisa] Ο27 : ο οπαδός του αντισημιτισμού.

[λόγ. < γαλλ. antisémite < anti- = αντι- + Sémite = Σημίτης· λόγ. αντισημίτ(ης) -ισσα]

αντισημιτικός -ή -ό [andisimitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αντισημιτισμό ή με τον αντισημίτη: Aντισημιτική πολιτική / εκστρατεία. Aντιση μιτικά αισθήματα / συνθήματα.

[λόγ. < γαλλ. antisémitique < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -ique = -ικός]

αντισημιτισμός ο [andisimitizmós] Ο17 : εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής, που διαμορφώθηκε σε πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και που έλαβε μορφή συστηματικών διώξεων κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία: Ο ~ είναι η βιαιότερη έκφραση του ρατσισμού.

[λόγ. < γαλλ. antisémitisme < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -isme = -ισμός]

αντισηπτικός -ή -ό [andisiptikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τη μόλυνση: Ουσίες με αντισηπτική δράση. Tο οξυζενέ είναι αντισηπτικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντισηπτικό, αντισηπτικό φάρμακο: Έβαλε αντισηπτικό στην πληγή. αντισηπτικά ΕΠIΡΡ: H φορμόλη δρα ~.

[λόγ. < γαλλ. antiseptique < anti- = αντι- + αρχ. σηπτικός]

αντισηψία η [andisipsía] Ο25 : μέθοδος που προλαβαίνει ή που καταπολεμά με χημικά μέσα τη μόλυνση, καταστρέφοντας τους παθογόνους μικροοργανισμούς στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του σώματος: ~ και ασηψία.

[λόγ. < γαλλ. antisepsie < anti- = αντι- + αρχ. σῆψ(ις δες σήψη) -ie = -ία]

αντίσκηνο το [andískino] Ο41 : μικρή, ελαφριά σκηνή που στηρίζεται σε πασσάλους: Aτομικά αντίσκηνα.

[λόγ. αντι- σκην(ή) -ον]

αντισκορβουτικός -ή -ό [andiskorvutikós] Ε1 : που καταπολεμά ή προλαμβάνει το σκορβούτο.

[λόγ. < γαλλ. antiscorbutique (anti- = αντι-, -ique = -ικός)]

αντισκορικός -ή -ό [andiskorikós] Ε1 : που καταπολεμά τους σκόρους. || (ως ουσ.) το αντισκορικό.

[λόγ. αντι- + σκόρ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. antimite (anti- = αντι-)]

αντισμήναρχος ο [andizmínarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από τον επισμηναγό και κατώτερος από το σμήναρχο, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. αντι- σμήναρχος]

αντισπασμωδικός -ή -ό [andispazmoδikós] Ε1 : για φαρμακευτική ουσία που καταπολεμά τους σπασμούς.

[λόγ. < γαλλ. antispasmodique < anti- = αντι- + spasmodique = σπασμωδικός]

< Προηγούμενο   1... 32 33 [34] 35 36 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες