Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
429 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιοικονομικός -ή -ό [andiikonomikós] Ε1 : που δεν είναι οικονομικός, που δημιουργεί μεγάλα έξοδα: Tο ιδιωτικό αυτοκίνητο ως μεταφορικό μέσο είναι αντιοικονομικό.
αντιοικονομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + οικονομικός μτφρδ. αγγλ. uneconomic (economic = οικονομικός)]
- αντιολισθητικός -ή -ό [andiolisθitikós] Ε1 : που προστατεύει από το γλίστρημα: ~ τάπητας. Aντιολισθητικές αλυσίδες, που τοποθετούνται στα λάστιχα του αυτοκινήτου για να εμποδίζουν το γλίστρημα σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο: Λόγω των χιονοπτώσεων τα αυτοκίνητα στο επαρχιακό δίκτυο του νομού κινούνται μόνο με αντιολισθητικές αλυσίδες.
[λόγ. αντι- + ολισθητικός μτφρδ. γαλλ. antidérapant ή αγγλ. antiskid (anti- = αντι-)]
- αντιοξειδωτικός -ή -ό [andioksiδotikós] Ε1 : που προστατεύει από την οξείδωση: Aντιοξειδωτική βαφή. Aντιοξειδωτικά υλικά.
[λόγ. αντι- + οξειδωτικός μτφρδ. γαλλ. antioxydant, antirouille (anti- = αντι-)]
- αντιορθολογικός -ή -ό [andiorθolojikós] Ε1 : που δεν είναι ορθολογικός και ιδίως που είναι αντίθετος με τον ορθό λόγο.
αντιορθολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + ορθολογικός μτφρδ. γαλλ. antirationnel (anti- = αντι-)]
- αντιπάθεια η [andipáθia] Ο27 : συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από κακή διάθεση για κπ. ή κτ., η οποία όμως δε φτάνει ως την εχθρότητα. ANT συμπάθεια: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για κπ. / για το ψέμα / για την υποκρισία. Προκαλώ / κινώ την ~ των άλλων με την κακή μου συμπεριφορά. Yπάρχει μεταξύ τους έντονη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπάθεια, αρχ. σημ.: `το να πάσχεις αντίστοιχα΄]
- αντιπαθής -ής -ές [andipaθís] Ε10 : αντιπαθητικός. ANT συμπαθής: Mου είναι πάρα πολύ ~· δεν μπορώ να τον ανεχτώ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαθής `φιλόνικος΄ κατά τη σημ. της λ. αντιπάθεια & σημδ. γαλλ. antipathique (< antipathie < ελνστ. ἀντιπάθεια)]
- αντιπαθητικός -ή -ό [andipaθitikós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που προκαλεί την αντιπάθεια των άλλων. ANT συμπαθητικός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι τόσο ~ τύπος, ώστε με κανένα δεν μπορεί να κάνει παρέα. Γίνομαι ~.
αντιπαθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιπαθη- (αντιπαθώ) -τικός σημδ. γαλλ. antipathique (< antipathie < ελνστ. ἀντιπάθεια) (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀντιπαθητικός `αντίθετος στην αδράνεια΄)]
- αντιπαθώ [antipaθó] Ρ10.9α : αισθάνομαι αντιπάθεια για κπ. ή για κτ. ANT συμπαθώ: ~ τη σχολαστικότητα / την τεμπελιά. Tον αντιπάθησα πολύ, όταν τον είδα να δέρνει τα παιδιά του.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαθῶ]
- αντιπαιδαγωγικός -ή -ό [andipeδaγojikós] Ε1 : που είναι διαφορετικός και ιδίως αντίθετος με ό,τι επιβάλλει η παιδαγωγική επιστήμη: Aντιπαιδαγωγική μέθοδος διδασκαλίας / συμπεριφορά καθηγητή προς μαθητή. Εκπαιδευτικό σύστημα στηριγμένο σε αντιπαιδαγωγικές βάσεις.
αντιπαιδαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + παιδαγωγικός]
- αντιπαλεύω [andipalévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) 1. αγωνίζομαι, προσπαθώ. 2. αντιμετωπίζω κπ. ή κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαλ(αίω) μεταπλ. -εύω για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλεύω]