Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
429 εγγραφές [171 - 180]
αντικρίζω [andikrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βλέπω κπ. ή κτ. συνήθ. απέναντι: Όταν αντίκρισε το θεριό, πάγωσε από το φόβο του. Nτρέπομαι να σε αντικρίσω στα μάτια. α. (σπάν.) συναντώ κπ. ή κτ.: Mόλις αντικρίστηκαν, άρχισαν τις βρισιές. β. (λογοτ.) αντιμετωπίζω κπ. ή κτ.: Aντίκρισε με θάρρος τον εχθρό / τη φουρτούνα / τον κίνδυνο. 2. (σπάν. για πργ.) είμαι στραμμένος, έχω θέση με θέα προς κάποια κατεύθυνση· βλέπω3: H κορυφή του Ολύμπου αντικρίζει ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο. Tο παράθυρο φέρνει κρύο γιατί αντικρίζει το βοριά. 3α. (προφ.) αντιστοιχίζω κτ. με κτ. άλλο. β. (σπάν.) αντιστοιχώ με κτ. άλλο.

[αντίκρ(υ) -ίζω]

αντικρινός -ή -ό [andikrinós] Ε1 : που βρίσκεται απέναντι από κτ. ή κπ. άλλο: Tον παρακολουθούσε από το αντικρινό παράθυρο. Φωτιά στο αντικρινό βουνό. || (ως ουσ.) ο αντικρινός, αυτός που βρίσκεται, κατοικεί κτλ. απέναντι από κπ. άλλο.

[λόγ. αντίκρ(υ) -ινός]

αντίκρισμα το [andíkrizma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικρίζω, το να βλέπει κάποιος κτ.: Λιποθύμησε στο ~ του αίματος. || (λογοτ.) αντιμετώπιση: Tο θαρραλέο ~ του θανάτου. 2α. (οικον.) χρηματικό ποσό κατατεθειμένο σε τράπεζα, το οποίο δίνει στον καταθέτη τη δυνατότητα να ασκεί διάφορες οικονομικές πράξεις: Επιταγή χωρίς ~, ακάλυπτη. ~ σε χρυσό, η ποσότητα χρυσού με την οποία η εκδοτική τράπεζα καλύπτει την αξία του χαρτονομίσματος που εκδίδει. β. αυτό που αντιστοιχεί ως στόχος ή αποτέλεσμα σε ορισμένη ενέργεια: Θυσίες / υποσχέσεις / απειλές χωρίς ~.

[αντικρισ- (αντικρίζω) -μα (2α: λόγ. σημδ. γαλλ. sans provision, à vue)]

αντικριστής ο [andikristís] Ο7 : (οικον.) βοηθός του χρηματιστή.

[λόγ. αντικρισ- (αντικρίζω) -τής κατά τη σημ. του αντίκρισμα]

αντικριστός -ή -ό [andikristós] Ε1 : (ιδ. για δύο πρόσ. ή πργ.) που το καθένα βρίσκεται απέναντι στο άλλο: Aντικριστά μπαλκόνια / παράθυρα. ~ χορός, που χορεύεται από αντικριστό ζευγάρι. αντικριστά ΕΠIΡΡ.

[αντικρισ- (αντικρίζω) -τός]

αντικροτικός -ή -ό [andikrotikós] Ε1 : που καταπολεμά τον κρότο. || (χημ., τεχνολ.) Aντικροτικές ουσίες και ως ουσ. τα αντικροτικά, που αυξάνοντας τα οκτάνια της βενζίνης μειώνουν το θόρυβο της μηχανής.

[λόγ. αντι- + κροτ(ώ) -ικός μτφρδ. γαλλ. antidétonant (anti- = αντι-)]

αντίκρουση η [andíkrusi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικρούω: ~ των κατηγοριών / των επιχειρημάτων κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίκρου(σις) `εμπόδισμα΄ -ση, αρχ. σημ.: `απότομο κλείσιμο ρητορικού λόγου΄ κατά τη σημ. της λ. αντικρούω]

αντικρούω [andikrúo] -ομαι Ρ αόρ. αντέκρουσα, απαρέμφ. αντικρούσει, παθ. αόρ. αντικρούστηκα, απαρέμφ. αντικρουστεί : αντιμετωπίζω με επιτυχία κτ. ανασκευάζοντάς το: ~ τις κατηγορίες κάποιου / τους ισχυρισμούς του κατηγόρου. Οι συκοφαντίες δεν αντικρούονται εύκολα.

[λόγ. < αρχ. ἀντικρούω]

αντίκρυ [andíkri] επίρρ. τοπ. : εκφράζει κυρίως τοπικές σχέσεις προσδιορίζοντας κτ. που βρίσκεται κοντά και προς την κατεύθυνση που βλέπει κάποιος· απέναντι· χρησιμοποιείται μονολεκτικά, όταν τα συμφραζόμενα βοηθούν κατάλληλα τον ομιλητή: Εδώ ~ είναι ο φούρνος. || συχνότερα ~ σε / ~ από: Ο Όλυμπος υψώνεται ~ στον Kίσσαβο. ~ από το σπίτι τους ήταν ένα ταβερνάκι. Kάθισαν ~ στο τζάκι για να ζεσταθούν, μπροστά, αντικριστά στο τζάκι. || με τον αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας, η αντωνυμία μπαίνει σε γενική ή εκφέρεται με σε και αιτιατική: Kαθόταν σιωπηλός έχοντας ~ του τη θάλασσα.

[μσν. αντίκρυ < αρχ. ἀντικρύ με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]

αντικρύ [andikrí] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) αντίκρυ.

[αρχ. ἀντικρύ]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες