Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντάρα η [andára] Ο25α : 1.το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα ομίχλης που προμηνύει φοβερή καταιγίδα και με επέκταση φοβερή κακοκαιρία ή δυνατός άνεμος. 2. το σκοτείνιασμα από τους καπνούς, ο θόρυβος και η οχλοβοή στο πεδίο της μάχης: Δεν τους τρομάζει η ~ της μάχης. 3. (μτφ.) φασαρία, αναστάτωση, αναμπουμπούλα: Σηκώθηκε φωνή κι ~. ΦΡ καπνός κι ~: α. για θολή και βρόμικη ατμόσφαιρα. β. για κτ. που έγινε σε υπερβολικό βαθμό: Ήπιαν κι έφαγαν που πήγε (καπνός κι) ~, μέχρι σκασμού. γ. για αγωνία και στενοχώρια: Όλο καπνός κι ~ είναι στο σπίτι τους. δ. (κατάρα): Kαπνός κι ~ να γίνεις.
[μσν. αντάρα < *ανταρ(άσσω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ἀναταράσσω `ανακατώνω, αναστατώνω΄ με ανομ. αποβ. του μεσαίου [a] ]