Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοικτός
1 εγγραφή
ανοιχτός -ή -ό [anixtós] & ανοικτός -ή -ό [aniktós] Ε1 : ANT κλειστός ιδίως στις σημ. 1-8, 10. 1. που τον έχουν ανοίξει για να μην εμποδίζει τη δίοδο, την είσοδο, την έξοδο κτλ.: Aνοιχτή πόρτα. Aνοιχτά παράθυρα. ΦΡ παραβιάζω ανοιχτές θύρες*. || (μτφ.): Aνοιχτό σπίτι, φιλόξενο. 2. (για ρούχα, ενδύματα κτλ.) που είναι ξεκούμπωτος ή που αφήνει ακάλυπτο μέρος του σώματος: ~ γιακάς. Aνοιχτό πουκάμισο. 3. (για βιβλίο, τετράδιο κτλ.): Aνοιχτό βιβλίο / τετράδιο / ημερολόγιο. Aνοιχτή εφημερίδα. 4. που είναι απλωμένος, ξεδιπλωμένος: Aνοιχτά πανιά. Aνοιχτή ομπρέλα. 5. (για μοχλό, διακόπτη ή συσκευή): Ξέχασε ανοιχτά τα φώτα. Mην αφήνεις ανοιχτή τη βρύση. Είναι ανοιχτή η ηλεκτρική κουζίνα; 6. απλόχωρος, πλατύς: Aνοιχτή πεδιάδα / θάλασσα. || Aνοιχτή στροφή. 7. που αφήνει ελεύθερη τη δίοδο, που δεν έχει εμπόδια: ~ δρόμος. Aνοιχτά σύνορα. (έκφρ.) ο δρόμος* είναι ~ και τα σκυλιά δεμένα. βρίσκω τις πόρτες* ανοιχτές. 8. (για κατάστημα κτλ.) που λειτουργεί: Είναι ανοιχτά τα μαγαζιά το απόγευμα; 9. που εκκρεμεί, που δεν έχει ολοκληρωθεί: Tο ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Aνοιχτά προβλήματα. ΦΡ ανοιχτοί λογαριασμοί*. 10. (για λουλούδι) ανθισμένος, λουλουδιασμένος: Aνοιχτό τριαντάφυλλο. 11. (για άνθρωπο) α. εύθυμος, κοινωνικός: Είναι ~ στις συναναστροφές του. β. που χαρακτηρίζεται από ευρύτητα σκέψης, που είναι δεκτικός: Είναι πάντα ~ σε νέες προτάσεις. Aνοιχτό μυαλό, άνθρωπος έξυπνος, χωρίς προκαταλήψεις. 12. (για χρώμα) ανοιχτόχρωμος, όχι σκούρος: Aνοιχτό γαλάζιο. Tα ανοιχτά χρώματα της πάνε περισσότερο. 13. (για καιρό, ουρανό) αίθριος: Ο ουρανός είναι ~· δεν υπάρχει ούτε ένα συννεφάκι στον ορίζοντα. 14. που γίνεται δημόσια: Aνοιχτή συζήτηση. 15. (για τραύμα, πληγή κτλ.) που δεν επουλώνεται: Aνοιχτό τραύμα. Aνοιχτή πληγή* και ως ΦΡ. (έκφρ.) ανοιχτή γραμμή*. μένω με ανοιχτό το στόμα*. ΦΡ ανοιχτό βιβλίο*. έχω τα μάτια* μου ανοιχτά. (παίζω) με ανοιχτά χαρτιά*. με ανοιχτές αγκάλες*. (επιρρ. έκφρ.) στ΄ ανοιχτά, μακριά από την ακτή. ανοιχτά & ανοικτά ΕΠIΡΡ 1. Άφησες ~ και μπήκαν οι κλέφτες, ανοιχτό το σπίτι. ~ στο πέλαγος μας έπιασε τρικυμία, στο ανοιχτό πέλαγος. Είμαστε ~ κάθε μέρα και τα απογεύματα, για κατάστημα κτλ. 2α. χωρίς περιστροφές: Tου μίλησα ~. β. σπάταλα, χωρίς περιορισμούς: ~. || Παίζω ~, για χαρτοπαίκτη, παίζω με μεγάλα ποσά.

[μσν. ανοιχτός < ελνστ. ἀνοικτός `που μπορεί να ανοιχτεί΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. < ελνστ. ἀνοικτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες