Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοδικός 1 -ή -ό [anoδikós] Ε1 : που αναφέρεται στην άνοδο 1, που κατευθύνεται προς τα πάνω: H ανοδική πορεία της ανθρωπότητας. Ο τιμάριθμος παρουσιάζει ανοδική τάση.
[λόγ. άνοδ(ος) 1 -ικός]
- ανοδικός 2 -ή -ό : (φυσ.) που αναφέρεται στην άνοδο 2: Aνοδική οξείδωση.
[λόγ. < αγγλ. anodic < anod(e) = άνοδ(ος) 2 -ic = -ικός]