Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανιψιός ο [anipsxós] Ο17 θηλ. ανιψιά [anipsxá] Ο24 & ανεψιός ο [anepsxós] Ο17 θηλ. ανεψιά [anepsxá] Ο24 : ο γιος ή η κόρη του αδερφού ή της αδερφής κάποιου: Πήρα τηλέφωνο στον αδερφό μου και το σήκωσε ο ~ μου.
ανιψούλης ο θηλ. ανιψούλα YΠΟKΟΡ. ανεψούλης ο θηλ. ανεψούλα YΠΟKΟΡ. [μσν. ανιψιός, ανιψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός `(πρώτος) ξάδερφος΄, ἀνεψιά `ξαδέρφη΄ με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] · μσν. ανεψιός, ανεψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός, ἀνεψιά· ανιψι(ός) -ούλης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)· ανιψούλ(ης) -α· ανεψι(ός) -ούλης (με αποβ.)· ανεψούλ(ης) -α]