Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωπο- [anθropo] & ανθρωπό- [anθropó], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανθρωπ- [anθrop], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το ουσ. άνθρωπος ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: ~θάλασσα, ~θυσία, ~κυνηγητό, ανθρωπόμαζα, ~μάζωμα, ~παγίδα, ~σωρός· ανθρωπαρέσκεια· (επιστ.) ~γένεση, ~γραφία, ~μορφισμός· ~ζωικός. || (νεολ.) για την εργασία που εκτελείται από έναν άνθρωπο στη μονάδα του χρόνου που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μήνας, ~ώρα, ~έτος. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα με αναφο ρά σε εξωτερικά γνωρίσματα του ανθρώπου: ~κέφαλος, ανθρωπόμορφος. 3. σε θέση αντικειμένου του ρηματικού β' συνθετικού: ~γράφος, ~θύτης, ~κτόνος, ~λάτρης, ~φάγος.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωπ(ο)- θ. του ουσ. ἄνθρωπο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀνθρωπο-φάγος, ελνστ. ἀνθρωπο-θυσία & διεθ. anthropo- < αρχ. ἀνθρωπο-: ανθρωπο-λόγος < γαλλ. anthro pologue & μτφρδ.: ανθρωπο-κυνηγητό < αγγλ. man hunt]