Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανησυχία
1 εγγραφή
ανησυχία η [anisixía] Ο25 : 1α.έλλειψη, διατάραξη της ησυχίας από κάποια αιτία. ANT ησυχία: Όσο υπάρχει ~, δεν μπορεί να γίνει μάθημα. β. ψυχική ταραχή, αγωνία ή και φόβος: H επιδείνωση του καιρού προκαλεί ~ για την τύχη των ναυαγών. Yπάρχει γενική ~ εξαιτίας της αύξησης των εξοπλισμών. H κατάσταση της υγείας του δεν εμπνέει ~. γ. δυσαρέσκεια, αντίθεση: H κυβέρνηση έχει εκφράσει την ~ της για τις τουρκικές προκλήσεις στο Aιγαίο. δ. αναταραχή, αναστάτωση: Οι επικείμενες αυξήσεις των τιμών δημιούργησαν κλίμα ανησυχίας στην αγορά. Στους οικονομικούς κύκλους επικρατεί ~ εξαιτίας της ανόδου της τιμής του χρυσού. 2. (συνήθ. στον πληθ.) έντονο ενδιαφέρον, ενασχόληση και τάση για αναζητήσεις: Πνευματικές / καλλιτεχνικές ανησυχίες. || Ερωτικές ανησυχίες. 3. αδιαθεσία: Όλο το βράδυ είχε ανησυχίες από τον υψηλό πυρετό / από το πολύ φαΐ, δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνησυχία `ταραχή΄ σημδ. γαλλ. inquiétude]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες