Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατροπη
1 εγγραφή
ανατροπή η [anatropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανατρέπω. 1. αναποδογύρισμα: ~ της βάρκας / του τραπεζιού. H υπερβολική ταχύτητα προκάλεσε την ~ του αυτοκινήτου. || ο ειδικός μηχανισμός του ανατρεπόμενου οχήματος: Ξεφορτώνουν το αυτοκίνητο με τα χέρια, γιατί χάλασε η ~ του. α. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου: ~ του αντιπάλου. β. (σπάν.) καταστροφή. 2. (μτφ.) κατάργηση, εξαφάνιση, συνήθ. βίαιη: ~ του καθεστώτος / της κυβέρνησης / της ισορροπίας δυνάμεων / των ηθικών αξιών. Πολιτική / κοινωνική ~. α. εξουδετέρωση: ~ της εχθρικής επίθεσης / άμυνας. || (νομ.) ακύρωση: ~ μιας δικαστικής απόφασης. β. αναγκαστική ματαίωση ή αλλαγή: ~ των σχεδίων / επιδιώξεων κάποιου. ~ των συμμαχιών. γ. ανασκευή: ~ των επιχειρημάτων κάποιου / κατηγοριών.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατροπή· 2: σημδ. γαλλ. renversement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες