Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπαράσταση η [anaparástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπαριστάνω. α. θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση ενός γεγονότος, έτσι όπως έγινε ή γινόταν σε κάποια χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ της πορείας του Xριστού προς το Γολγοθά. ~ του βλάχικου γάμου. || ~ του εγκλήματος, εικονική επανάληψή του από το δράστη στον ίδιο χώρο και μπροστά στα αρμόδια αστυνομικά και δικαστικά όργανα. β. εικαστική ή γραφική παράσταση γεγονότος ή κατασκευής που δεν υπάρχει ή που δεν έχει πλέον τη μορφή που είχε: ~ της Aκρόπολης όπως ήταν στους κλασικούς χρόνους.
[λόγ. ανα- παράστα(σις) -ση, μτφρδ.: α: γαλλ. représentation· β: γαλλ. reproduction (συν. του représentation)]