Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακριβής -ής -ές [anakrivís] Ε10 : που δεν είναι ακριβής, πιστός στην αλήθεια και στην πραγματικότητα: Οι πληροφορίες του ήταν ανακριβείς.
(λόγ.) ανακριβώς ΕΠIΡΡ: Tα καταστήματα δε θα είναι κλειστά αύριο, όπως ~ αναφέρθηκε. [λόγ. < μσν. ανακριβής < αν- (δες α- 1) ακριβής· λόγ. ανακριβ(ής) -ώς]