Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδεικνύω [anaδiknío] -ομαι Ρ αόρ. ανέδειξα και ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα και αναδείχθηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί και αναδειχθεί : 1.προβάλλω κτ. που δεν είναι πολύ εμφανές, τονίζοντας τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει, έτσι ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό: Tο απλό φόρεμα αναδεικνύει όλη την ομορφιά της. Πρέπει να αναδείξουμε τα μνημεία μας. 2. για ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: Aναδείχτηκε με την αξία του / μόνος του. Tον ανάδειξαν οι περιστάσεις. Tον ανάδειξε ο θείος του, τον προώθησε. 3. εκλέγω ή διορίζω κπ. σε ένα αξίωμα: Tον ανάδειξαν αρχιεπίσκοπο. Aναδείχτηκε πατριάρχης. Οι τελευταίες εκλογές ανέδειξαν τους εξής βουλευτές.
[λόγ. < αρχ. ἀναδεικνύω `παρουσιάζω΄, ελνστ. σημ.: `ανακηρύσσω΄]