Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγνώστης ο [anaγnóstis] Ο10 θηλ. αναγνώστρια [anaγnóstria] Ο27 : 1.αυτός που διαβάζει, που αγαπά το διάβασμα και συνήθ. παρακολουθεί σταθερά τον τύπο: Kαλλιεργημένος / τακτικός / υποψιασμένος ~. Οι αναγνώστες εφημερίδων μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια. Επιστολές αναγνωστών. Οι αναγνώστριες έχουν τη δική τους στήλη στο περιοδικό. Tο βιβλίο απευθύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον κοινό αναγνώστη. 2. (εκκλ.) βοηθός του ιερέα και του ψάλτη που διαβάζει στην εκκλησία τον Aπόστολο και περικοπές της Aγ. Γραφής.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναγνώστης (συνήθ. δούλος εκπαιδευμένος στην ανάγνωση)· 2: ελνστ. ή μσν. σημ.· λόγ. αναγνώσ(της) -τρια]