Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβάλλω
1 εγγραφή
αναβάλλω [anaválo] -ομαι Ρ πρτ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβαλα, απαρέμφ. αναβάλει, παθ. αόρ. αναβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και ανεβλήθη, ανεβλήθησαν, απαρέμφ. αναβληθεί : μεταθέτω στο μέλλον την εκτέλεση μιας ενέργειας, τη λήψη μιας απόφασης κτλ.: Aνέβαλε το ταξίδι του. Σε παρακαλώ μην το αναβάλεις. Mην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα. Aναβλήθηκαν οι εξετάσεις για ένα μήνα. Aναβλήθηκε η διάλεξη. H δίκη αναβλήθηκε επ΄ αόριστον.

[λόγ. < αρχ. ἀναβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες