Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβάθρα
1 εγγραφή
αναβάθρα η [anaváθra] Ο25 : 1.(ναυτ.) ανεμόσκαλα του πλοίου από σκοινί ή ξύλο. || σανίδα για την επιβίβαση στο πλοίο. 2. (αρχιτ.) χτιστό κεκλιμένο επίπεδο στην ανατολική πλευρά των αρχαίων ελληνικών ναών που διευκόλυνε την άνοδο.

[λόγ. < ελνστ. ἀναβάθρα (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες