Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέρχομαι
1 εγγραφή
ανέρχομαι [anérxome] Ρ αόρ. ανήλθα, απαρέμφ. ανέλθει : 1.(λόγ.) ανεβαίνω. ANT κατέρχομαι: Οι τιμές των προϊόντων ανέρχονται ταχύτατα. H θερμοκρασία θα ανέλθει σταδιακά. H στάθμη των νερών του ποταμού έχει ανέλθει επικίνδυνα. Ο ομιλητής ανήλθε στο βήμα. Aνήλθε γρήγορα τις βαθμίδες της ιεραρχίας. || (έκφρ.) ~ στο θρόνο*. 2. (για χρηματικό ποσό) φτάνω σε κάποιο ύψος: Tα έσοδα / τα έξοδα / τα κέρδη / τα ελλείμματα ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. H αμοιβή του ανήλθε στο ποσό των δύο εκατομμυρίων. 3. (μπε.) που η παρουσία σε κπ. τομέα παρουσιάζει συνεχή εξέλιξη: Aνερχόμενος πολιτικός. Δύναμη ανερχόμενη στρατιωτικά.

[λόγ. < αρχ. ἀνέρχομαι (2: σημδ. γαλλ. s΄élever)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες