Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλκυση
1 εγγραφή
ανέλκυση η [anélkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανελκύω, το τράβηγμα προς τα πάνω: H ~ ενός βυθισμένου πλοίου.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέλκυ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες