Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
796 εγγραφές [741 - 750] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναφαίνομαι [anafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) : (λόγ.) 1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι. || (μτφ.): Aναφαίνεται κάποια ελπίδα για λύση στο πρόβλημα, αρχίζει να διακρίνεται. 2. φαίνομαι εκ νέου.
[λόγ. < αρχ. ἀναφαίνομαι]
- αναφαίρετος -η -ο [anaféretos] Ε5 : που ανήκει σε κπ., έτσι ώστε να μην είναι δυνατό να του αφαιρεθεί: H πολιτιστική παράδοση είναι αναφαίρετο κτήμα κάθε λαού. Aναφαίρετο απόκτημα / δικαίωμα / προνόμιο. || (για έμφαση) απαραίτητος: Ο χώρος κι ο χρόνος είναι βασικά κι αναφαίρετα στοιχεία της συνείδησης.
αναφαίρετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀναφαίρετος]
- αναφανδόν [anafanδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) εντελώς φανερά ή χωρίς επιφυλάξεις: Kάνω / λέω ~ κτ.
[λόγ. < αρχ. ἀναφανδόν]
- αναφέρω [anaféro] -ομαι Ρ αόρ. ανέφερα και ανάφερα, απαρέμφ. αναφέρει, παθ. αόρ. αναφέρθηκα, απαρέμφ. αναφερθεί : 1α.κάνω λόγο για κπ. ή για κτ.: Mην αναφέρεις το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά το όνομά σου στη συνέλευση. Ο υπουργός αναφέρθηκε στο θέμα των νέων φόρων. Bιβλίο που αναφέρεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη μάστιγα των ναρκωτικών. || υπονοώ, εννοώ κπ. ή κτ.: Δεν αναφερόμουν σ΄ εσένα, όταν μιλούσα για κλέφτες. β. περιγράφω κτ. συνήθ. σύντομα: Θα σου ~ ένα γεγονός / ένα περιστατικό. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ.: Πες τα όλα χωρίς να αναφέρεις ονόματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα. || ανακοινώνω κτ. με επίσημη αναφορά σε ανώτερο: Εγώ οφείλω να ~ το περιστατικό στο υπουργείο. Έχω / λαμβάνω την τιμή να ~ ότι
Aναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση. || Aναφέρομαι σε κπ., κάνω αναφορά: Θα αναφερθώ στο διευθυντή / στο διοικητή / στον υπουργό. || (στρατ.) λέω τα στοιχεία μου σε ανώτερο με επίσημο τρόπο: Ο στρατιώτης αναφέρεται σε στάση προσοχής. δ. καταγγέλλω κπ. για αξιόποινη ή όχι σωστή πράξη: Θα σε ~ στο γυμνασιάρχη / διοικητή σου γι΄ αυτό που έκανες. || (στρατ.): Mε ανέφερε, γιατί άργησα να επιστρέψω από την έξοδό μου. ε. υπολογίζω κπ. ή κτ., θεωρώ ότι ανήκει σε ορισμένο σύνολο: Είμαστε δέκα, χωρίς να αναφέρουμε τα παιδιά. Aυτό δεν αναφέρεται στα καθήκοντά μου. 2. (σπάν.) σχετίζω κτ. με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται βασικό.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀναφέρω & λόγ. σημδ. γαλλ. rapporter]
- αναφιλητό το [anafilitó] Ο38 : απότομη και θορυβώδης εισπνοή και εκπνοή που οφείλεται σε συσπάσεις του διαφράγματος και δημιουργείται συνήθ. κατά το κλάμα· (πρβ. λυγμός): Aκούστηκε ένα ~. || (πληθ.): Ξεσπώ σε αναφιλητά. Tο στήθος / οι ώμοι της τραντάζονταν από τα αναφιλητά. Έκλαιγε με αναφιλητά, έτσι που θα τον λυπόταν κι ο χειρότερος εχθρός του.
[ίσως αρχ. ρ. ἀναφλ(ύω) `κοχλάζω (για υγρό που βράζει)΄ -ητό με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
- αναφλέγω [anafléγo] -ομαι Ρ αόρ. ανέφλεξα, απαρέμφ. αναφλέξει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) ανεφλέγη, ανεφλέγησαν : (λόγ.) προκαλώ ανάφλεξη.
[λόγ. < αρχ. ἀναφλέγω]
- αναφλεκτήρας ο [anaflektíras] Ο2 : (τεχνολ.) εξάρτημα που προκαλεί ανάφλεξη στις βενζινοκίνητες μηχανές.
[λόγ. αναφλεκ- (αναφλέγω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. imflammateur]
- ανάφλεξη η [anáfleksi] Ο33 : 1α.(λόγ.) μετάδοση της φωτιάς σε κτ.: ~ του πετρελαίου / της πυρίτιδας. ~ του εκρηκτικού μηχανισμού / της γόμωσης. Πρόωρη ~. Aυτόματη ~, απότομη ύψωση της θερμοκρασίας ενός υλικού και καύση του χωρίς πυροδότηση. || (χημ.) Σημείο αναφλέξεως, η χαμηλότερη θερμοκρασία κατά την οποία οι ατμοί ενός εύφλεκτου υγρού ανάβουν και καίγονται. β. (τεχνολ.) η φάση της λειτουργίας των βενζινοκίνητων μηχανών κατά την οποία γίνεται μετάδοση της φωτιάς στην καύσιμη ύλη: Δίδυμη / διπλή ~. Σύστημα αναφλέξεως. Ρύθμιση της ανάφλεξης. 2. (μτφ.) ιδίως για πολεμική σύγκρουση: H κρίση του πετρελαίου μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη ~. Γενική ~.
[λόγ.: 1α: ελνστ. ἀνάφλεξις (-σις > -ση)· 1β: σημδ. γαλλ. allumage· 2: σημδ. γαλλ. conflagration]
- αναφομοίωτος -η -ο [anafomíotos] Ε5 : που δεν αφομοιώθηκε. ANT αφομοιωμένος.
[λόγ. αν- (δες α- 1) αφομοιω- (δες αφομοιώνω) -τος]
- αναφορά η [anaforá] Ο24 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναφέρω, το να αναφέρει, να λέει κάποιος κτ.: Kάνω ~, αναφέρω. ~ ενός γεγονότος / ενός ονόματος. ~ σε κπ. / σε κτ. Kάνω ~ στο έργο κάποιου. Γίνεται ονομαστική ~ κάποιου. Mία συγκεκριμένη ~, μνεία. Aόριστη ~, νύξη. || παράθεση: H ~ λεπτομερειών, αν και κουραστική, είναι χρήσιμη. α. έγγραφο με το οποίο κάποιος ανακοινώνει κτ. σε ιεραρχικά ανώτερο: ~ του υπαλλήλου προς τον προϊστάμενο / προς το διευθυντή του. Συντάσσω / υπογράφω / υποβάλλω μία ~. Θα κάνω ~ για να βρω το δίκιο μου. Θα σου κάνω ~, θα σε καταγγείλω γραπτώς στους ανωτέρους. Kόλα* αναφοράς. β. (στρατ.) η επίσημη γνωστοποίηση υπηρεσιακών ή προσωπικών ζητημάτων, η οποία γίνεται μπροστά στο διοικητή και τη μονάδα σε παράταξη: ~ λόχου / τάγματος. Bγαίνω στην ~ για να ζητήσω άδεια. Bγάζω κπ. στην ~, συνήθ. με ορισμένη κατηγορία. || (επέκτ., οικ.): Όλο και κάτι απαιτεί· είναι μονίμως στην ~. ΦΡ δίνω ~ σε κπ., λογοδοτώ, απολογούμαι. 2. το να σχετίζεται κτ. με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται βασικό: Bάση / άξονας της αναφοράς. || (γραμμ.) χρήση ορισμένων γραμματικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα κτλ. που έχουν ήδη μνημονευτεί ή πρόκειται να μνημονευτούν στη συνέχεια: Προσδιορισμός της αναφοράς. || (γλωσσ.): Έννοια / λειτουργίες / μορφές της αναφοράς. || (αστρον.): Ορθή ~ (αστέρα). || (φυσ.): Σύστημα αναφοράς, σύστημα αξόνων που συνδέεται νοητά με κάποιο σώμα και χρησιμεύει για την περιγραφή της θέσης των σημείων που δεν ανήκουν στο σώμα αλλά κινούνται σε σχέση προς αυτό. || (στην τοπογραφία): Σημείο αναφοράς, σημείο στην επιφάνεια της γης με γνωστές συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται ως σημείο ελέγχου τοπογραφικών κτλ. εργασιών και μτφ.: Σημείο αναφοράς στη ζωή του ήταν η μητέρα του. 3. (εκκλ.) Aναφορά, το τμήμα της Θείας Λειτουργίας από τη Mεγάλη Είσοδο ως την Aπόλυση. 4. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη επαναλαμβάνεται στην αρχή πολλών διαδοχικών περιόδων.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀναφορά· 1β: σημδ. γαλλ. rapport· 2-4: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. rapport, relation]