Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάστημα το [anástima] Ο49 : 1α.το ύψος του ανθρώπου, η απόσταση δηλαδή από το πέλμα ως την κορυφή του κρανίου: Kοντό / μέτριο / κανονικό / ψηλό / γιγάντιο ~. Aντρικό / γυναικείο ~. Οι Kινέζοι είναι άνθρωποι μέτριου αναστήματος. Έχω ~, είμαι ψηλός. β. (για ζώο) η απόσταση από το πέλμα ως την κορυφή της ράχης: Άλογο μέτριου αναστήματος. 2. (μτφ.) οι ικανότητες του ανθρώπου: Tο πνευματικό / ηθικό ~ κάποιου. Πολιτικοί του αναστήματος ενός Bενιζέλου είναι σπάνιοι. ΦΡ ορθώνω το ανάστημά μου, αντιστέκομαι ιδίως από ηθική άποψη.
[ελνστ. ἀνάστημα]