Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάκλιντρο το [anáklindro] Ο42 : μακρόστενο κάθισμα με ράχη, όπου μπορεί κάποιος να ξαπλώσει: Aρχαίο ελληνικό ~. Στα συμπόσια, κατά την αρχαιότητα, οι συνδαιτυμόνες ήταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάκλιν τρον (αρχ. ἐπίκλιντρον)]