Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμοιβαίος -α -ο [amivéos] Ε4 : που ισχύει, αφορά ή υπάρχει στον ίδιο βαθμό σε δύο πρόσωπα ή που γίνεται στον ίδιο βαθμό από αυτά: Aμοιβαίο ενδιαφέρον. Aμοιβαία αισθήματα. Έκαναν πολλές αμοιβαίες υποχωρήσεις από τις αρχικές τους θέσεις μέχρι να συμφωνήσουν. Σύμφωνο αμοιβαίας φιλίας και συνεργασίας, μεταξύ δύο κρατών. || (οικον.): Aμοιβαία κεφάλαια.
αμοιβαία ΕΠIΡΡ: Οι δύο ουσίες εξουδετερώνονται ~. [λόγ. < αρχ. ἀμοιβαῖος]