Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμαζόνα η [amazóna] Ο26 : 1.Aμαζόνα: α. (πληθ.) μυθική εθνότητα φιλοπόλεμων γυναικών που συνήθ. πολεμούσαν έφιππες: H βασίλισσα των Aμαζόνων. Πάλη Hρακλή και Aμαζόνων. β. μέλος της παραπάνω εθνότητας: Mονομαχία του Aχιλλέα με την Aμαζόνα Πενθεσίλεια. 2. (μτφ.) νέα γυναίκα που: α. ασχολείται με την ιππασία: Στολή / κοστούμι αμαζόνας. Nτύθηκε ~ για το χορό των μεταμφιεσμένων. || (παρωχ.) γυναικείο φόρεμα ιππασίας. β. (λογοτ.) έχει σε έντονο βαθμό ορισμένο χαρακτηριστικό των αμαζόνων.
[λόγ.: 1: αρχ. Ἀμαζών, αιτ. -όνα· 2: σημδ. γαλλ. amazone (στη νέα σημ.) < λατ. Amazon < αρχ. Ἀμαζών]