Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλώνισμα το [alónizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλωνίζω: Tο ~ των σιτηρών / οσπρίων. || ο σχετικός χρόνος: Θα σε πληρώσω στο ~.
[αλωνισ- (αλωνίζω) -μα]