Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοπαρμένη
1 εγγραφή
αλλοπαρμένος -η -ο [aloparménos] Ε3 : που έχει χάσει τα λογικά του, που έχει σαλέψει ο νους του. || (επέκτ.) που βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, που έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του: Οι άνθρωποι αλλοπαρμένοι έτρεχαν να γλιτώσουν. Mε κοίταζε σαν αλλοπαρμένη.

[αλλο- + παρμένος μππ. του παίρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες