Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλοπαρμένος -η -ο [aloparménos] Ε3 : που έχει χάσει τα λογικά του, που έχει σαλέψει ο νους του. || (επέκτ.) που βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, που έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του: Οι άνθρωποι αλλοπαρμένοι έτρεχαν να γλιτώσουν. Mε κοίταζε σαν αλλοπαρμένη.
[αλλο- + παρμένος μππ. του παίρνω]